υπέρμαχος

υπέρμαχος
-η, -ο
1. πρόμαχος, υπερασπιστής, προστάτης: Πολέμησαν οι υπέρμαχοι της ελευθερίας.
2. πιστός οπαδός, ενθουσιώδης θαυμαστής: Οι υπέρμαχοι της πολιτικής αλλαγής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρμαχος — champion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρμαχος — η, ο / ὑπέρμαχος, ον, ΝΜΑ πρόμαχος, υπερασπιστής («τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», Ακολουθ. Ακαθ. Ύμνου Κοντάκ.) νεοελλ. συνεκδ. ένθερμος οπαδός, αγωνιστής, μαχητής («υπέρμαχος τής ισοτιμίας τών εθνών») μσν. φίλερις*, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρμαχον — ὑπέρμαχος champion masc/fem acc sg ὑπέρμαχος champion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερμάχοις — ὑπέρμαχος champion masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερμάχου — ὑπέρμαχος champion masc/fem/neut gen sg ὑπερμάχομαι will fight pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ὑπερμάχομαι will fight imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερμάχους — ὑπέρμαχος champion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερμάχων — ὑπέρμαχος champion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερμάχῳ — ὑπέρμαχος champion masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρμαχε — ὑπέρμαχος champion masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρμαχοι — ὑπέρμαχος champion masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”